Το σπίτι στο χωριό

Μετά τα πρώτα σπίτια έμπαινες στον δρόμο δεξιά και σ’ έπαιρνε η μικρή κατηφόρα. Πέρναγες το παντοπωλείο του Θωμά, στα πενήντα μέτρα έβλεπες το σπίτι του παππού, στο δεξί σου χέρι. Θα αφήσεις το αυτοκίνητο κάτω από τα κυπαρίσσια, θα περάσεις τρέχοντας τον μικρό μπαξέ που κάποτε έφτιαχνες πίτες από λάσπη, θα χαϊδέψεις με τα μάτια τη συκιά και την κληματαριά, θα ανέβεις τα πέντε σκαλιά, στο πλατύσκαλο, μπροστά στην καρέκλα της, όρθια με τα χέρια ανοιχτά, σε περιμένει η γιαγιά. Τα πόδια της δεν τη βαστάνε και δεν κατεβαίνει εύκολα τα σκαλιά. Μπαίνεις πιο μέσα, σταυροπόδι στο κρεβάτι του ο παππούς ακούει ειδήσεις στο ραδιόφωνο.

Ο κάτω κήπος φαίνεται απ’ το ξύλινο παράθυρο, δύο δωμάτια, μια κουζίνα, η τουαλέτα έξω, πίσω από το σπίτι. Στον πάνω κήπο, τον μεγάλο, χωράφι που ο παππούς φέρνει τα πρόβατα, δένει τις δύο κατσίκες και τον γάιδαρο. Αμυγδαλιές και καρυδιές και απέραντη έκταση στα παιδικά μάτια σου, να τρέχεις, να προσέχεις τα αγκάθια, να χτίζεις σπιτάκια με πέτρες, να ξαπλώνεις στο σιδερένιο κρεβάτι που βγάλαν στον κήπο για το καλοκαίρι, να ασβεστώνεις μαζί με τη γιαγιά, να κόβεις αγριόχορτα και να ετοιμάζεις «φαγητό», να στήνεις σκηνή ινδιάνικη, να ακολουθείς τον παππού στις ελιές, στη στέρνα, αυτός να κόβει πουρνάρια και κουμαριές για τις γίδες κι εσύ να θαυμάζεις που σκαρφαλώνει, να μαθαίνεις πως να σηκώνεις τις πέτρες προσέχοντας για σκορπιούς, να καθαρίζεις το κατώι για να κάθεστε τις μέρες που έχει ζέστη, το νερό το ανοίγεις με φειδώ, έρχεται από το βυτίο στην πίσω αυλή, η κουζίνα έχει γκάζι, το χειμώνα ανάβουμε τις σόμπες, μπάνιο κάνουμε στη σκάφη.

Είμαι πέντε, είμαι οχτώ, είμαι δέκα, είμαι δεκαπέντε, τρέχω, χτυπάω τα γόνατα, αγκαλιάζω τα ζώα, γράφω και διαβάζω καλοκαιρινά βιβλία, ο πατέρας έρχεται το σαββατοκύριακο και φέρνει μίκι μάους, η τηλεόραση δεν ανοίγει συχνά, είναι ασπρόμαυρη, το ραδιόφωνο τραγουδάει, για να πάρουμε τηλέφωνο περιμένουμε τη σειρά μας κρατώντας το χέρι της μάνας στο μαγαζί του χωριού.

Ο παππούς έχει σακούλα με φύλλα καπνού, έχει ξύλο και μαχαίρι ακονίζει για να τα κόβει σχολαστικά στη σκιά της πόρτας. Στρίβει τσιγάρα σε ροζ χαρτάκια, καπνίζει και σου λέει ιστορίες από τον πόλεμο και τον εμφύλιο, ποιος τον κυνήγησε, που κρύφτηκε, πως κατάφερε να ξεφύγει από τους βασανιστές του βγαίνοντας απ’ το παράθυρο του σχολείου του χωριού, ποια βουνά περπάτησε. Με βάζει να τον πατάω στην πλάτη. Ισορροπώ. Μαθαίνω για την αντίσταση.

Η γιαγιά χαμογελάει, όλο χαμογελάει, μιλάει σιγανά, φτιάχνει τηγανίτες και κοσμερί και κολοκυθοκεφτέδες με ανθούς.  Έχει μακριά λευκή πλεξούδα που τη δένει, φοράει μαντήλια στα μαλλιά, κάθε βράδυ της τρίβω τα πόδια. Στο καζάνι βράζει γλυκό καρυδάκι, μαύρα τα χέρια απ’ το καθάρισμα, ολοστρόγγυλο σκούρο γλύκισμα, ποιος να το’ λεγε πως τα νεαρά καρύδια δεν έχουν σκληρά τσόφλια και όταν βράζουν με ζάχαρη φτιάχνουν αυτό το θαύμα. Φτιάχνει ότι γλυκό του κουταλιού τραβάει η όρεξή σου, φλούδες χρυσές, νεραντζάκι πράσινο, μελιτζανάκι σκούρο μωβ με αμύγδαλο ολόκληρο, κυδώνι ψιλοκομμένο, πορτοκαλί,  ανοιχτόχρωμο, τραγανό. Χτυπάει γάλα στην ξύλινη κάδη  με κόπο και φτιάχνει βούτυρο, ξυνόγαλο. Έρχονται τα ανήψια της από την Αθήνα και της ζητάνε τσαλαφούτι. Τα τυριά στραγγίζουν στον νεροχύτη, το γιαούρτι στο πήλινο. Πλέκει με το βελονάκι δαντέλες, πλέκει ζακέτες και μάλλινα τσουράπια, γιλέκα μωρουδιακά και ποδίτσες για το φόρεμά μου, σκουφιά και κασκόλ.

Το σπίτι που γράφτηκε η καλοκαιρινή παιδική μου ηλικία ήταν στο χωριό. Στεκόταν εκεί, χειμώνα-καλοκαίρι, άνθρωπος με τους ανθρώπους. Έπαιρνε ανάσα κάθε φορά που άνοιγε η πόρτα και έμπαινε το κατσικάκι που ταΐζαμε με το μπιμπερό. Ξεφύσαγε ζέστη το χειμώνα, όταν καίγανε οι σόμπες. Έμενε άγρυπνο τα βράδια κι άκουγε το γκιόνη να φωνάζει απεγνωσμένα τον αδερφό του «Γκίον’, Γκιόν’, Γκιόν’». Ψιθύριζε μαζί με τις μικρές αράχνες που στήνανε γυαλιστερούς ιστούς κοντά στα κεραμίδια. Φώτιζε απ’ τα παράθυρα, μάτια ορθάνοιχτα που μας κοίταζαν από μακριά, καθώς κατηφορίζαμε τις στροφές για να μπούμε στον οικισμό.  Σιγομιλούσε με τα δέντρα της αυλής, τα κυπαρίσσια, τη συκιά, την μυγδαλιά, την καρυδιά, το κλήμα. Μοσκοβολούσε φροντίδα και πίτα στην τσίγκινη γάστρα. Χοροπηδούσε με τα κατσίκια την άνοιξη και άφηνε τα νερά να τρέχουν στις βροχές του φθινοπώρου.

Αγκάλιασε ανθρώπους πολλούς, ανθρώπους περαστικούς, ανθρώπους που γεννήθηκαν, έχτισαν και έφυγαν, έσκαψαν το χώμα και ανάστησαν παιδιά, τη γιαγιά του παππού που πούλαγε λαθραία τσιγαρόχαρτα περνώντας τα σύνορα προς το ελλήνικό κράτος μέχρι που την πρόφτασε η απελευθέρωση,  προππαπούδες που έφτιαξαν μαγαζί στο κατώι, τους παππούδες που έφυγαν στον εμφύλιο κι επέστρεψαν κυνηγημένοι μετά τη χούντα για να περάσουν εκεί τα τελευταία χρόνια της ζωής τους, τα παιδιά τους που πηγαινοερχόταν απ’ την πόλη για να βοηθήσουν τα Σαββατοκύριακα, τα εγγόνια που πότιζαν τον μποστάνι με το λάστιχο το καλοκαίρι και καταβρέχονταν για δροσιά στη σκιά του.

Δεν ήταν ντουβάρια το σπίτι για να το ξαναχτίσουμε, ήταν άλλος ένας άνθρωπος της οικογένειας. Υπεραιωνόβιος, σηκωμένος πέτρα την πέτρα, με μαύρη σκεπή από πλάκες. Κι όταν χάθηκε, τον κλάψαμε.

One thought on “Το σπίτι στο χωριό

Leave a comment