Οι πόλεις και τα σημάδια

Paul Klee, Fire in the evening

Από όλες τις αλλαγές της γλώσσας που είναι αναγκασμένος να αντιμετωπίσει ο ταξιδιώτης στις μακρινές χώρες, καμιά δεν συγκρίνεται με αυτό που τον περιμένει στην πόλη της Ιπαθίας, γιατί δεν αφορά τις λέξεις αλλά τα πράγματα. Μπήκα στην Ιπαθία ένα πρωί, ένας κήπος με μανόλιες καθρεφτιζόταν σε γαλάζιες λιμνοθάλασσες, εγώ άρχισα να τριγυρνώ πίσω από φράχτες σίγουρος πως θα ανακάλυπτα ωραίες και νέες κοπέλες να κάνουν μπάνιο: αλλά στο βάθος του νερού τα καβούρια δάγκωναν τα μάτια των γυναικών, που είχαν αυτοκτονήσει με μια πέτρα δεμένη στο λαιμό, και τα πράσινα από τα φύκια μαλλιά τους.

Ένιωθα αδικημένος και θέλησα να ζητήσω το δίκιο μου στον Σουλτάνο. Ανέβηκα τις σκάλες από πορφυρίτη του παλατιού με τους ψηλότερους τρούλους, διέσχισα έξι αυλές πλακοστρωμένες με μαγιόλικες και στολισμένες με σιντριβάνια. Η μεσαία αίθουσα ήταν κλεισμένη με κάγκελα: οι καταδικασμένοι, με μαύρες αλυσίδες στα πόδια ανέβαζαν βράχους βασάλτη από ένα νταμάρι που βρισκόταν κάτω από τη γη.

Δεν μου έμενε παρά να ρωτήσω τους φιλόσοφους. Μπήκα στη μεγάλη βιβλιοθήκη, χάθηκα ανάμεσα στα ράφια που κατέρρεαν από τις δεμένες περγαμηνές, ακολούθησα την αλφαβητική σειρά χαμένων αλφαβήτων, πάνω και κάτω σε διαδρόμους, σκάλες και γέφυρες. Στην πιο μακρινή αίθουσα, αυτή των παπύρων, σε ένα σύννεφο καπνού, εμφανίστηκαν μπροστά μου τα ζαβλακωμένα μάτια ενός εφήβου, ξαπλωμένου σε μια ψάθα, που δεν ξεκολλούσε τα χείλη του από μια πίπα οπίου.

«Που είναι ο σοφός;» Ο καπνιστής έδειξε πίσω από το παράθυρο. Ήταν ένας κήπος με παιδικά παιχνίδια: την τσούνια, την κούνια, την σβούρα. Ο φιλόσοφος ήταν καθισμένος στη χλόη. Είπε : «τα σημάδια διαμορφώνουν μια γλώσσα, αλλά όχι εκείνη που νομίζεις ότι γνωρίζεις». Κατάλαβα πως έπρεπε να απελευθερωθώ από τις εικόνες που μέχρι εδώ μου προαναγγέλλανε τα πράγματα που έψαχνα: μονάχα τότε θα κατόρθωνα να κατανοήσω τη γλώσσα της Ιπαθίας.

Τώρα μου είναι αρκετό να ακούσω το χλιμίντρισμα των αλόγων και το πλατάγιασμα των μαστιγίων και αμέσως με πιάνει μια ερωτική λαχτάρα: στην Ιπαθία πρέπει να μπεις στους στάβλους και στις σχολές ιππασίας για να δεις ωραίες γυναίκες να ανεβαίνουν στη σέλα με γυμνούς τους μηρούς και μπότες ψηλές ως τις γάμπες τους, και μόλις πλησιάσει ένας ξένος νεαρός, τον ρίχνουν πάνω στα δεμάτια σανού ή άχυρου και τον πιέζουν με τις δυνατές τους ρόγες.

Κι όταν η ψυχή μου δεν θέλει άλλες τροφές και ερεθίσματα πέρα από μουσική, ξέρει ότι θα τη βρει στα νεκροταφεία: οι μουσικοί κρύβονται στους τάφους, από τον ένα λάκκο στον άλλο ακούγονται τρίλιες από φλάουτα, ακόρντα από άρπες.

Βεβαίως θα έρθει και στην Ιπαθία η μέρα που η μόνη μου επιθυμία θα είναι να φύγω. Ξέρω πως δεν θα αναγκαστώ να κατέβω στο λιμάνι αλλά να ανέβω στην πιο ψηλή κορυφή του βράχου και να περιμένω πότε θα περάσει κάποιο καράβι από εκεί πάνω. Θα περάσει όμως ποτέ; Δεν υπάρχει γλώσσα χωρίς απάτη.

Ίταλο Καλβίνο

Leave a comment