Η Μάνιουσκα

IMG_1725

Το βιβλίο είναι πια τοποθετημένο στη βιβλιοθήκη με τα πιο παλιά , τα λίγα παιδικά που κράτησε εκτός κουτιών, μερικές επιλογές των γονιών της που αντιμετώπιζε με επιείκεια γιατί κρατούσαν ιστορίες και εκείνα, τα βιβλία που πρέπει να βρίσκονται πάντα σε μια γωνιά του σπιτιού σαν φυλαχτά και που δεν ξέρει αν έχουν ηλικία να ταιριάξουν. Έχει καιρό να το πιάσει στα χέρια της. Αν παραμερίσει μερικά παλιά κουτάκια σπίρτων και το τραβήξει απ’ το ράφι θα δει το φθαρμένο πια το εξώφυλλο Και στην επάνω δεξιά γωνιά του, τα παιδικά γράμματα του αδερφού της, με μπλε στυλό, λίγο ξεθωριασμένα. Σπάνια πια ανοίγει τα παλιά βιβλία και ειδικά αυτά, τα “απροσδιόριστα”.

…Μπροστά τους χοροπηδούν τα παιδιά που διασκεδάζουν υπερβολικά μ’ αυτό το ταξίδι. Λίγο πιο πίσω, ο Αϊνστάιν, μ’ ευφράδεια, μ’ έμπνευση, εκθέτει στη συνάδελφό του τις θεωρίες που του ‘χουν γίνει έμμονη ιδέα. Η Μαρί, προικισμένη με μια εξαιρετική μαθηματική καλλιέργεια, είναι από τα σπάνια πρόσωπα στην Ευρώπη που μπορούν να τις καταλάβουν.

Η Ιρέν και η Εύα ακούν στα πεταχτά, λόγια που τους φαίνονται κάπως παράξενα. Ο Αϊνστάιν, βυθισμένος στους στοχασμούς του, τραβάει χωρίς να βλέπει στους γκρεμούς, δρασκελάει τις κορυφές των βράχων. Σταματώντας ξαφνικά, αρπάζει τη Μαρί από το μπράτσο και της λέει: “Καταλαβαίνεται, κυρία μου. Πρέπει να μάθω τι παθαίνουν ακριβώς μέσα σ’ έναν ανελκυστήρα που πέφτει στο κενό.” …

Άνοιγε την τζαμένια πόρτα και πάντα περνούσε από την πρώτη αίθουσα του βιβλιοπωλείου κατευθείαν στην επόμενη. Εκείνη μπορεί να ήταν πιο μικρή από την πρώτη αλλά γύρω γύρω, από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι ήταν γεμάτη ράφια με βιβλία. Και στο κέντρο, τα ράφια στα πόδια του τραπεζιού, είχαν την ποίηση. Στο γυμνάσιο αυτή η συνήθεια των επιδρομών στην πίσω αίθουσα ήταν πλέον τακτική. Είχε άλλωστε μεγαλώσει και πήγαινε μόνη της, μπορούσε και να κουμαντάρει το χαρτζιλίκι. Κι έπρεπε να διαβάσει τα περισσότερα βιβλία.

Δεν μπορεί όμως πια να θυμηθεί πότε έπεσε πάνω στη Μάνια Σκλοντόβσκα. Πόσο χρονών να ήταν; Να είχε ήδη εκτιμήσει την φιλόλογο με τα κόκκινο μποτάκια που ήταν η πιο “αυστηρή” στο σχολείο αλλά έκανε το πιο ωραίο μάθημα ή να ήταν πριν καν φτάσει σ’ αυτή την τάξη; Ήταν πριν ή μετά την γνωριμία της με την Ελισάβετ Μαρτινένγκου;  Ακόμα δεν έχει ξεδιαλύνει το κουβάρι των λεπτομερειών.

Θυμάται πάντως πως ήταν σίγουρη πως η Μάνια της έμοιαζε. Ή μάλλον το ανάποδο, ήταν αυτή που έμοιαζε στη Μάνια. Ήταν άλλωστε παιδί και μπορούσε να είναι σίγουρη για όλα. Τώρα που το ξανασκέφτεται ήταν το πείσμα που την έκανε να αγαπήσει αυτή την ηρωίδα. Ήταν βέβαια αξιοθαύμαστη η Μάνια της, αφού έγινε η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια στη Σορβόνη και η πρώτη γυναίκα που πήρε, έστω και κατά το ήμισυ,  το Νόμπελ Φυσικής. Κι έγραψε με τα χέρια της δύο νέα στοιχεία στον περιοδικό πίνακα. Και κοίτα να δεις που διάβαζε κι αυτή από πολύ μικρή και πριν τα σχολικά χρόνια. Και της άρεσε κι αυτής η φυσική και τα μαθηματικά. Και ήταν το ίδιο παντοδύναμη η Μάνια της. Αλλά στην επαρχιακή πόλη δεν μιλούσε ποτέ κανείς γι΄αυτή.

Μπορεί τώρα, ξανανοίγοντας το βιβλίο, η μικρή αγιογραφία της κυρίας Κιουρί από την κόρη της με τις απαραίτητες δόσεις μελό και την απαραίτητη σεμνοτυφία μιας άλλης εποχής να μοιάζει λίγη, αλλά όταν ρίχνει κλεφτές ματιές στις σελίδες είναι προφανές πως δεν γινόταν να ξεφύγει αυτό το κορίτσι από τη γοητεία της Μάνιουσκα. Το διάβαζε και το ξαναδιάβαζε αυτό το βιβλίο, πολλές φορές, πολλά βράδια στο παιδικό δωμάτιο. Κι ερωτεύτηκε πολύ τη Μάνια της, κι ας μην το καταλάβαινε τότε, κι αργότερα και την Ελισάβετ. Και μετά από λίγα χρόνια ήξερε απέξω σε ποιες σελίδες της Συβαρίτισσας κρυβόταν οι πιο ωραίες λέξεις για αντάρτικο. Κι όλα αυτά πριν γνωρίσει την Σιμόν, την Ρόζα, την Έμμα, την Αλεξάνδρα, την Φρίντα, την Χάνα και τόσες άλλες αγαπημένες. Και πολύ πριν συνειδητοποιήσει πως δεν ήταν παραμύθι η ζωή της Αντιγόνης που την έβλεπε τα βράδια να βγαίνει από το μόνο δωμάτιο του σπιτιού με τζάκι και να πρέπει να περάσει από την αυλή για να φτάσει στην κουζίνα. Ή της Χαρίκλειας που τη γνώρισε να ζει μόνη της και γριά στο σπίτι με τα τρία δωμάτια και που την έβλεπε πάντα να τους κάνει χαρές όταν τρύπωνε στην αυλή από το πίσω μέρος μαζί με όλη την πιτσιρικαρία για να κόβουν δρόμο προς το απέναντι άδειο οικόπεδο. Ή η ζωή της της Ευγενούλας, που της κρέμασαν τον άντρα της, αφού της τον σκότωσαν πρώτα γιατί δεν παραδόθηκε μετά τη Βάρκιζα, στην πλατεία της πόλης για “παραδειγματισμό” κι εκδίκηση, αλλά δεν το έδειχνε ποτέ.

Πριν απ’ όλα αυτά, όταν οι γυναίκες γύρω της δεν είχαν ιστορίες αλλά μόνο λέγαν παραμύθια, όταν ακόμα η μάνα της ήταν αρχηγός και ο χρόνος δεν περνούσε, η Μάνια ήταν το πρώτο όνειρο που έφτιαξε για να ακολουθήσει. Το έχτιζε από μικρή, τα βράδια, μυστικά, φορώντας την δική της μπλούζα του εργαστηρίου κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Και μαζί του έχτιζε τη σιγουριά. Μετά ήρθαν κι άλλα όνειρα και φύτρωσαν πάνω στο πρώτο. Κι όσο περπάταγε μαζί τους η φυσική έγινε πιο αγαπημένη, η χημεία πιο βαρετή, ο περιοδικός πίνακας αποκρυπτογραφήθηκε, τα βιβλία απαιτούσαν πειθαρχία, οι άνθρωποι ζούσαν με αποστάσεις και οι αγορές ήταν ανήσυχες. Και σιγά σιγά όλα τα τοπία έμοιαζαν πιο μικρά, τα εργαστήρια ήταν κρύα τον χειμώνα κι έφερναν μαζί τους ρουτίνα, πρωινό ξύπνημα και καφέ στο πόδι. Ο χρόνος όμως μεγάλωσε και μέτραγε πια κι ενώ την κορόιδευε πως τάχα καταλάβαινε περισσότερα, παζάρευε τη σιγουριά με άγρια χαρά. Ακόμα κι έτσι όμως, και τώρα, οι γυναίκες των βιβλίων, αυτές που ερωτεύτηκε, αργά το απόγευμα μετά τη δουλειά πίνουν μια βότκα καθισμένες στο σκαμπό του μπαρ χωρίς να θέλουν άνθρωπο για να ανταλλάξουν μια λέξη. Κι όταν γυρίζει στο σπίτι, τις βρίσκει εκεί, να σιγοκουβέντιαζουν μεταξύ τους στα ράφια της βιβλιοθήκης χωρίς να στέκονται ούτε μια στιγμή ακίνητες για να κιτρινίσουν μαζί με τις σελίδες των βιβλίων. Και περνώντας δίπλα τους για να κλείσει το φως, με το βλέμμα ξαναχαιρετά τη Μάνια Σκλοντόβσκα.

****

Για το διιστολογικό αφιέρωμα με αφορμή τη μέρα της γυναίκας.

Cosmopolis II :  Οι μαγείρισσες της ζωής μου. Οι ηρωίδες μου.

Pollyanna’s days :  Κι αν με βγαλανε Ελένη… (Λ.Κ. 1/7/51 – 19/10/2000)

A mother’s diary : Οι ηρωίδες μου

Του κανενός το ρόδο: κόκκινο τριαντάφυλλο 

Αγράμπελη : Δύο γυναίκες

wysiwyg : Γυναίκες χθες, σήμερα, αύριο

kidscloud.gr : Η Scarlet O’ Hara που αγάπησα

Οξύ : αντί-

Rubies and Clouds : Μια κάποια ηρωίδα

6 thoughts on “Η Μάνιουσκα

  1. Πόσες ατελείωτες ώρες σ’αυτόν τον πίσω χώρο! Όλα τα μυστικά του κόσμου εκεί μέσα, να τα ανακαλύπτεις με ενοχή που κάθισες τόση ώρα και πάλι δεν αγόρασες τίποτα, που πήρες το βιβλίο που έβαλες στο μάτι και το έχωσες στο πάνω ράφι για να μη το πάρει κανείς μέχρι να βρεις τα λεφτά…

  2. Επίσης δεν θυμάμαι πότε τη γνώρισα – τη Μάνιουσκα. Αλλά την αγάπησα το ίδιο, μέχρι που (όχι με δική μου ευθύνη, αλλά αυτό είναι μεγάλη ιστορία) οι δρόμοι μας “χώρισαν”. Ακόμα όμως την αγαπώ, τη θυμάμαι, την έχω σημείο αναφοράς.
    Την Ελισάβετ Μαρτινένγκου την ανακάλυψα μόλις δυο χρόνια πριν – και προστέθηκε στην προσωπική μου “πινακοθήκη”.

    [Ωραίο κείμενο!]

  3. Τη Μάνιουσκα την αγάπησα ως Μαρί Κιουρί, και πολύ πρόσφατα έμαθα το όνομά της… εξαιτίας της αγάπησα τη φυσική και τη χημεία, παρότι δεν φάνηκε πολύ αυτό στους σχολικούς μου βαθμούς (στο σχολείο δεν κάναμε, βλέπεις, πειράματα!) Σε κείνη οφείλω την αγάπη μου για τους φυσικούς νόμους, και τη μέχρι σήμερα (μάλλον ακόρεστη) περιέργειά μου για κάθε φυσικό φαινόμενο! Και παρότι σπούδασα τελείως αλλιώτικα πράγματα, πειράματα δεν σταμάτησα να κάνω ποτέ!
    Την Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινένγου τη γνώρισα στο πανεπιστήμιο (προ “γυναικείων σπουδών”) και τη θαύμασα… Σ’ ευχαριστώ που μου τη θύμισες!
    Μ’ αρέσουν οι ηρωίδες που κάθονται μόνες και τα πίνουν, έτσι τις φαντάζομαι κι εγώ…

  4. Εξαιρετικό το κείμενό σου. Και πόσο όμορφο η ηρωίδα σου να σε συντροφεύει, να σου δείχνει το δρόμο και είναι δίπλα σου σε κάθε σου βήμα. Σίγουρα θα την ψαξω τη Μάνιουσκα, θέλω πολύ να τη γνωρίσω κι εγώ καλύτερα:-)

Leave a comment